- όνειος
- (I)-α, -ο (Α όνειος, -εία, -ον) [όνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, γαιδουρήσιος, ή αυτός που προέρχεται από όνο («ὄνειος ἀσκός», Πολ.)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀνείαα) δέρμα, δορά όνουβ) ασκός κατασκευασμένος από δέρμα όνου2. φρ. «ὄνειαι ματτύαι» — έδεσμα που παρασκευάζεται από κοπανιστό κρέας όνου.————————(II)όνειος, -ον (ΑΜ, Α και ιων. τ. ὀνήϊος, Μ και ὄνιος) χρήσιμος, ωφέλιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. ὀνήϊος < θ. ονη- τού ὀνίνημι* + κατάλ. -ιος, ενώ ο αττ. τ. όνειος έχει προέλθει από το ὀνήϊος με βράχυνση τής μακρόφωνης διφθόγγου. Επίσης μαρτυρούνται και οι τ. ὄνᾱιον και ὄναιος (< θ. ονᾱ- τού ὀνίνημι), καθώς και ο υπερθ. ὀνήϊστος. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι τ. έχουν σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχ. προσηγορικό *ὄνα / *ὄνη].
Dictionary of Greek. 2013.